Πριν από εκατό χρόνια περίπου, ο Αμερικάνος αστρονόμος Edwin Hubble ανακάλυψε ότι εκτός από τον δικό μας Γαλαξία υπάρχουν πολλοί ακόμα. Γνωρίζουμε τώρα ότι υπάρχουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια γαλαξίες, με τον γαλαξία της Ανδρομέδας είναι ο κοντινότερος μεγάλος σπειροειδής γαλαξίας στον δικό μας. Τιμήσαμε τον Hubble δίνοντας το όνομα του στο διάσημο τηλεσκόπιο που βάλαμε σε τροχιά γύρω από τη Γη και που μας χάρισε εκπληκτικές εικόνες του διαστήματος.
Πριν μόλις τρεις δεκαετίες αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε πλανήτες εκτός του δικού μας ηλιακού συστήματος και ήδη γνωρίζουμε για χιλιάδες πλανήτες γύρω από άλλα άστρα. Οι πλανήτες αυτοί εντοπίζονται συνήθως από περιοδικές αλλαγές στην κίνηση των αστέρων, λόγω βαρυτικής έλξης του πλανήτη, ή από μεταβολές στο στο φως τους, λόγω της διάβασης των πλανητών μπροστά τους.
Σε ό,τι αφορά τον πάγο και το υγρό νερό, τη βάση της δικής μας ζωής, ήδη το βρήκαμε σε αρκετές περιπτώσεις στη γειτονιά μας. Με τις διαστημικές μας αποστολές έχουμε συλλέξει στοιχεία για πάγο και τρεχούμενο νερό στον Άρη, πάγο στη Σελήνη, πάγο στον Πλούτωνα, υπόγειους ωκεανούς στην Ευρώπη, τον δορυφόρο του Δία, και στον Εγκέλαδο, τον δορυφόρο του Κρόνου.
Φυσικά, το μεγάλο ερώτημα που μας απασχολεί έχει να κάνει με την ύπαρξη ζωής αλλού και πόσο εύκολα θα μπορούσε να σχηματιστεί. Μια σχετική ερώτηση είναι το πόσο εύκολα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν τα χημικά συστατικά που αποτελούν τις βάσεις της ζωής. Μπορεί η ζωή αλλού μπορεί να έχει εξωτική μορφή και βάσεις που ούτε καν φανταζόμαστε σήμερα, αλλά δεν γίνεται να μην ξεκινήσουμε τη συζήτηση και την αναζήτηση με σημείο αναφοράς τη ζωή όπως τη γνωρίζουμε.
Το 1924, λοιπόν, o σοβιετικός βιοχημικός Aleksandr Oparin και ο βρετανός βιολόγος John Haldane διατύπωσαν τη θεωρία ότι οι συνθήκες της νεαρής Γης θα ευνοούσαν χημικές αντιδράσεις οι οποίες θα συνέθεταν οργανικές ενώσεις από βασικά υλικά και πως η ζωή αναπτύχθηκε σταδιακά μέσω χημικής εξέλιξης οργανικών μορίων σε μια αρχέγονη σούπα. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1952 στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, οι επιστήμονες Stanley Miller and Hardold Urey αποφάσισαν να ελέγξουν αυτή τη θεωρία και να προσομοιώσουν τις συνθήκες της νεαρής Γης στο εργαστήριο κάνοντας ένα απλό πείραμα που τελικά έγραψε επιστημονική ιστορία.
Αυτό που έκαναν ήταν να βάλουν σε σφραγισμένα και αποστειρωμένα γυάλινα δοχεία απλές χημικές ουσίες όπως νερό, μεθάνιο, αμμωνία και υδρογόνο. Πρόσθεσαν επίσης ηλεκτρόδια που δημιουργούσαν σπινθήρες για να προσομοιωθούν οι αστραπές. Με κατάλληλη θέρμανση και ψύξη ενός δοχείου με νερό δημιουργούσαν υδρατμούς οι οποίοι μετά επέστρεφαν στην υγρή μορφή. Και έτσι απλά άφησαν το πείραμα να εξελιχθεί μόνο του. Μετά από λίγες μέρες βρήκαν ότι είχαν δημιουργηθεί οργανικές ενώσεις, αμινοξέα -που χρειάζονται για την παρασκευή πρωτεϊνών-, υδατάνθρακες, λιπίδια και άλλα δομικά στοιχεία νουκλεϊκών οξέων. Σε κάποια μεταγενέστερα πειράματα προστέθηκαν ενώσεις όπως υδρόθειο και διοξείδιο του θείου, που θα υπήρχαν σε μεγάλες ποσότητες σε μια νεαρή Γη με έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα, και έτσι δημιουργήθηκαν ακόμη πιο πολύπλοκες ενώσεις. Μάλιστα, το 2008, μια επανεξέταση των αρχικών διαλυμάτων του Miller από τα πρώτα πειράματα, έδειξε ότι τα αμινοξέα που είχαν σχηματισθεί ήταν πολλά περισσότερα από όσα είχαν βρει τότε.
Υπήρξαν παρόμοια πειράματα με τη δουλειά των Miller και Urey. Ένα άρθρο στους The New York Times το 1953 με τίτλο “Looking Back Two Billion Years” περιγράφει την παρόμοια δουλειά του Wollman M. MacNevin στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, ενώ το 1961, ο Joan Oró παρήγαγε μικρές ποσότητες της νουκλεοβάσης αδενίνης από ένα συμπυκνωμένο διάλυμα υδροκυανίου (HCN) και αμμωνίας (NH3) σε νερό. Άλλοι ερευνητές άρχισαν επίσης να χρησιμοποιούν την υπεριώδη φωτόλυση καθώς η υπεριώδης ακτινοβολία θα ήταν πολύ εντονότερη στην πρώιμη Γη. Για παράδειγμα, η υπεριώδης φωτόλυση υδρατμών με μονοξείδιο του άνθρακα βρέθηκε να δίνει διάφορες αλκοόλες, αλδεΰδες και οργανικά οξέα.
Άλλωστε, έχουμε βρει οργανικές ενώσεις στο διαστρικό διάστημα και σε κομήτες. Ορισμένοι, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι οι κομήτες που βομβάρδιζαν την πρώιμη Γη έφεραν πολύπλοκα οργανικά μόρια μαζί με το νερό. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο μετεωρίτης Murchison που έπεσε στην Αυστραλία το 1969 και βρέθηκε να περιέχει μια κατανομή αμινοξέων εντυπωσιακά παρόμοια με τα προϊόντα του πειράματος Miller-Urey.
Μπορούμε να πούμε, δηλαδή, ότι τουλάχιστον οι βιοχημικές βάσεις της ζωής φτιάχνονται σχετικά εύκολα αν υπάρχουν βασικά υλικά και ενέργεια όπως αυτή που προέρχεται από τον ηλεκτρισμό και διάφορους τύπους ακτινοβολίας. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τα ασύλληπτα μεγέθη και νούμερα των κόσμων που ανακαλύπτουμε, κάνουν το θέμα της ύπαρξης ζωής αλλού μια συζήτηση καίριας σημασίας. Στην επιστήμη και στην ανθρώπινη γνωστική περιπέτεια, βέβαια, ακόμη και αν απαντήσεις σε κάτι, νέα και δυσκολότερα ερωτήματα γεννιούνται. Το κατά πόσο η ζωή αλλού είναι πολιτισμός με τον οποίο μπορούμε να επικοινωνήσουμε ξεπερνώντας χωροχρονικά, τεχνολογικά και βιολογικά εμπόδια είναι το επόμενο δύσκολο θέμα συζήτησης.
Το σύμπαν είναι ασύλληπτα μεγάλο και όσο το εξερευνούμε τόσο διαπιστώνουμε ότι είναι γεμάτο από όλα τα αναγκαία συστατικά. Είναι ίσως θέμα χρόνου, λοιπόν, να ανακαλύψουμε ότι η ζωή αλλού δημιουργείται εύκολα και συχνά και πως όλα όσα γνωρίζουμε μπορεί να είναι συμπαντικά συνηθισμένα.